απόκροτος

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

ἀπόκροτος, -ον (Α) κρότος
1. (για έδαφος) αυτός που έχει πατηθεί καλά, στερεός
2. σκληρός, τραχύς
3. πείσμων.