απόπτωση

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Α -σις) αποπίπτω
νεοελλ.
βιολ. το περιοδικό φαινόμενο της φυσιολογικής πτώσης, σε ορισμένη εποχή και ανά καθορισμένα χρονικά διαστήματα, ορισμένων μερών ή εξαρτημάτων ζωικών ή φυτικών οργανισμών, όπως των φύλλων των δένδρων, των φτερών, των κεράτων, των δοντιών κ.λπ. ορισμένων ζώων, είτε για αντιμετώπιση δυσμενών συνθηκών είτε για ανανέωση και αύξηση
αρχ.
1. καθαίρεση
2. παρέκκλιση.