αρίγνωτος

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

ἀρίγνωτος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα
2. πασίγνωστος, ξακουστός
3. (με κακή σημασία) διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»].