Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
ἀρίγνωτος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα
2. πασίγνωστος, ξακουστός
3. (με κακή σημασία) διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»].