ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
ἀρίγνωτος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα2. πασίγνωστος, ξακουστός3. (με κακή σημασία) διαβόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»].