αραχνοειδής

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

(AM ἀραχνοειδής, -ές)
Ι. όμοιος με ιστό αράχνης
νεοελλ.
1. «αραχνοειδής χιτώνας» — ο αμφιβληστροειδής του ματιού
2. «αραχνοειδής μήνιγξ» — το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου
II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή
ομοταξία των Αρθρόποδων (αράχνες, σκορπιοί, ακάρεα)
αρχ.
(για τριχοειδή αγγεία, νεύρα κ.λπ.·) λεπτότατος σαν ιστός αράχνης.