πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ἐρεβεννός, -ή, -όν (Α)σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεβεσ-νός (έρεβος)].