ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ἐρεβεννός, -ή, -όν (Α)σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεβεσ-νός (έρεβος)].