ερεβεννός

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

ἐρεβεννός, -ή, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεβεσ-νός (έρεβος)].