ερεβεννός

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

ἐρεβεννός, -ή, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεβεσ-νός (έρεβος)].