αργόμισθος

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που παίρνει μισθό χωρίς να προσφέρει ανάλογη υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (ΙΙ) + -μισθος < μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].