αργόμισθος

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

ο
αυτός που παίρνει μισθό χωρίς να προσφέρει ανάλογη υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (ΙΙ) + -μισθος < μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].