αριστοτεχνικός
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που δημιουργήθηκε ή επιτελέστηκε με άριστη τέχνη, ο τέλειος από καλλιτεχνική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς].