αριστώδιν

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

ἀριστώδιν (-ινος), η (Α)
αυτή που γεννά άριστα παιδιά (αποδίδεται στην πόλη των Αθηνών και στη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ωδίς, -ίνος (η) «οι πόνοι του τοκετού»].