ἀριστώδιν

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστώδῑν Medium diacritics: ἀριστώδιν Low diacritics: αριστώδιν Capitals: ΑΡΙΣΤΩΔΙΝ
Transliteration A: aristṓdin Transliteration B: aristōdin Transliteration C: aristodin Beta Code: a)ristw/din

English (LSJ)

[ᾰ], ῑνος, ὁ, ἡ, bearing the best children, Ἀθῆναι APl.4.221 (Theaet.).

Spanish (DGE)

(ἀριστώδῑν) -ῑνος
• Prosodia: [ᾰ-]
adj. fem. que pare los mejores hijos Ἀθῆναι AP 16.221 (Theaet.), ἄνασσα (Eudocia) AP 1.10.9, γυνή Nonn.D.18.124, Rea, Nonn.D.9.148
fig. que produce los mejores frutos τέχνη Paul.Sil.Soph.199, μῆτις ἀ. ... βασιλῆος Paul.Sil.Soph.281.

German (Pape)

[Seite 353] ινος, die trefflichsten gebärend, Ἀθῆναι Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); Nonn. D. 5, 258. 9, 148.

French (Bailly abrégé)

ινος (ἡ) :
qui enfante de nobles fils.
Étymologie: ἄριστος, ὠδίς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστώδῑν: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ γεννῶν τὰ ἄριστα τέκνα, Ἀνθ. Πλαν. 221.

Greek Monolingual

ἀριστώδιν (-ινος), η (Α)
αυτή που γεννά άριστα παιδιά (αποδίδεται στην πόλη των Αθηνών και στη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ωδίς, -ίνος (η) «οι πόνοι του τοκετού»].

Greek Monotonic

ἀριστώδῑν: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που γεννά τα άριστα τέκνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

bearing the best children, Anth.