αρισφαλής

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ἀρισφαλής, -ές (Α)
1. ο πολύ ολισθηρός
2. ο σφαλερός, ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»].