ἀρισφαλής
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
English (LSJ)
[ᾰρ], ές, very slippery or treacherous, οὐδός Od.17.196.
Spanish (DGE)
(ἀρισφᾰλής) -ές
• Prosodia: [ᾰρ-]
muy resbaladizo οὐδός Od.17.196, Hsch., EM 142.32G.
German (Pape)
[Seite 353] (σφάλλω), οὐδός, wo man leicht aus gleitet, trüglich, Od. 17, 196.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très glissant.
Étymologie: ἀρι-, σφάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρισφᾰλής: очень скользкий (οὐδός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρισφᾰλής: -ές, ὁ λίαν ὀλισθηρός, ἐπισφαλής, ἐπεὶ ἦ φατ' ἀρισφαλέ’ ἔμμεναι οὐδόν Ὀδ. Ρ. 196.
English (Autenrieth)
(σφάλλω): slippery; οὐδός, Od. 17.196†.
Greek Monolingual
ἀρισφαλής, -ές (Α)
1. ο πολύ ολισθηρός
2. ο σφαλερός, ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»].
Greek Monotonic
ἀρισφᾰλής: -ές (σφάλλω), πολύ ολισθηρός, επισφαλής, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
σφάλλω
very slippery or treacherous, Od.