αρμυρίζω

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

αρμυρός
1. γίνομαι αλμυρός
2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό
3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό.