αρσενόφρων

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

ἀρσενόφρων, ο (Α)
αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -φρων < φρήν, φρενός (πρβλ. δαΐφρων, ταλαίφρων)].