τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
ἀρτιεπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο
2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως
3. ο σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)].