αρχηγεύω
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
1. είμαι αρχηγός
2. αναπληρώνω τον αρχηγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].