ασκωλιάζω
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
ἀσκωλιάζω και ἀσκωλίζω (Α) ασκώλια
1. πηδώ πάνω σε ασκό στη γιορτή των Ασκωλίων
2. πηδώ στο ένα πόδι, συνήθως στο αριστερό.