ἀστειεύομαι
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
= ἀστεΐζομαι (talk cleverly, write cleverly, talk wittily, write wittily, talk eloquently, talk speciously), Sch. Ar. Ach. 1058, Pax 370, Sch. Arat. 956.
Spanish (DGE)
1 hacerse el gracioso οὐ δεῖ ἀ. ἀπρεπῶς Aesop.93.2.
2 hablar con gracia o elocuencia ἠστειεύσατο πρὸς τὴν τῆς εὐτυχίας ὑπερβολήν Sch.Pi.O.2.44, cf. Sch.Ar.Ach.1058, Pax 370, οἱ ποιηταί Sch.Arat.956.
German (Pape)
[Seite 375] = folgdm, Dio Cass. Im Schol. Ar. Ach. 1022 steht sogar ἀστευόμενος.
Greek Monolingual
(AM ἀστειεύομαι)
μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά
νεοελλ.
φρ. αστειεύεσαι
φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση
αρχ.
μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα.