αστράβη

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀστράβη)
αρχ.-μσν.
1. το σαμάρι του μουλαριού
2. ο σκελετός του σαμαριού
3. το μουλάρι
νεοελλ.
εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους.
αρχ.
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η σύνδεση με τον τ. αστραβής «ίσος, σταθερός», η οποία βασίστηκε στην άποψη ότι η αστράβη ήταν σαμάρι που κρατούσε τον καβαλάρη σε ευστάθεια, δεν φαίνεται ικανοποιητική. Η λ. αστράβη δηλώνει τη ξύλινη σέλα που τοποθετούσαν στα γαϊδούρια ή στα μουλάρια κυρίως ως κάθισμα. Κατά τον Ησύχιο όμως ο όρος χαρακτηρίζει την άκρη του ξύλινου αυτού καθίσματος από την οποία κανείς κρατιέται. Τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το ίδιο το μουλάρι.
ΠΑΡ. αρχ. αστραβεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αστραβηλάτης].