κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
ἀστυδρομοῦμαι (-έομαι) (Α)λεηλατούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -δρομώ < δρόμος.