ἀστυνομικός
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ἀστυνομική, ἀστυνομικόν, of or for an ἀστυνόμος or his office, Pl.R. 425d, Arist.Pol.1264a31; νόμος PHal.1.237 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo al cargo de astínomo ἀγρονομικὰ ἄττα ἢ ἀστυνομικά Pl.R.425d, cf. Arist.Pol.1264a31
•νόμος ἀ. PHal.1.237 (III a.C.).
2 relativo a los ediles μονόβιβλον Dig.43.10.1
•subst. οἱ ἀστυνομικοί los ediles, Dig.l.c.
German (Pape)
[Seite 379] zum Amt des Astynomos gehörig, Plat. Rep. IV, 425 d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la fonction d'ἀστυνόμος.
Étymologie: ἀστυνόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠνομικός: относящийся к астиномии, касающийся астиномов Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠνομικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστυνόμου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀστυνόμον, ἢ εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ, Πλάτ. Πολ. 425D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀστυνομικός, -ή, -όν) αστυνόμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστυνόμο ή στο έργο του
νεοελλ.
ως ουσ. όργανο της αστυνομίας, αστυνόμος.
Greek Monotonic
ἀστῠνομικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αστυνόμο (ἀστυνόμος) ή το επάγγελμά του, σε Πλάτ.