ασφυκτιώ

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου
2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].