ατομικότητα

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ατόμου, του ενός προσώπου, η προσωπικότητα
2. ανεξαρτησία του χαρακτήρα, αυτοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Κ. Κούμα].