αυξομειώνω

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

(AM αὐξομειῶ, -όω)
αυξάνω και μειώνω διαδοχικά, προκαλώ διαδοχικά αύξηση και μείωση.