λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
ἀφέρπω (Α)
1. φεύγω κρυφά, ξεγλιστρώ
2. (γενικά) απομακρύνομαι, αποσύρομαι
3. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + έρπω].