γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-η, -οαυτός που δεν αγαπά τη μουσική ή την τέχνη γενικότερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φιλόμουσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].