αχίλλειος
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
-ο (AM Ἀχίλλειος, -α, -ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος, -α, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα
2. το ουδ. ως ουσ. ονομασία διαφόρων χωρίων και περιοχών της Ελλάδας
νεοελλ.
1. φρ. «αχίλλειος πτέρνα» — το τρωτό σημείο κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το Αχίλλειο
ονομαστό ανάκτορο της Κέρκυρας, που χτίστηκε το 1891 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Καρίτο, με δαπάνες της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ
αρχ.
φρ.
1. «ἀχιλλεία κριθὴ» και «ἀχιλληίδες κριθαί» — εκλεκτή ποιότητα κριθαριού
2. «ἀχίλλειοι μᾱζαι» — πλακούντες, γλυκίσματα από εκλεκτό κριθάρι
3. «ἀχίλλειος σπόγγος» — εκλεκτό είδος σπόγγου που το χρησιμοποιούσαν για εσωτερική επένδυση σε περικεφαλαίες, περικνημίδες κ.λπ.