ἀχίλλειος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

German (Pape)

[Seite 418] u. ἀχιλληΐς, ίδος, ἡ, eine edle Gerstenart, Hippocr.; Ath. III, 114 e; Theophr.; τὸ ἀχίλλειον, eine Art Brot davon, Ar. Equ. 816; μᾶζα Phereer. Ath. VI, 269 d.

Greek Monolingual

-ο (AM Ἀχίλλειος, -α, -ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος, -α, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα
2. το ουδ. ως ουσ. ονομασία διαφόρων χωρίων και περιοχών της Ελλάδας
νεοελλ.
1. φρ. «αχίλλειος πτέρνα» — το τρωτό σημείο κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το Αχίλλειο
ονομαστό ανάκτορο της Κέρκυρας, που χτίστηκε το 1891 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Καρίτο, με δαπάνες της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ
αρχ.
φρ.
1. «ἀχιλλεία κριθὴ» και «ἀχιλληίδες κριθαί» — εκλεκτή ποιότητα κριθαριού
2. «ἀχίλλειοι μᾱζαι» — πλακούντες, γλυκίσματα από εκλεκτό κριθάρι
3. «ἀχίλλειος σπόγγος» — εκλεκτό είδος σπόγγου που το χρησιμοποιούσαν για εσωτερική επένδυση σε περικεφαλαίες, περικνημίδες κ.λπ.