αχρωματικός
From LSJ
Greek Monolingual
και αχρωστικός, -ή, -ό
1. ο σχετικός με τον αχρωματισμό
2. λέγεται για οπτικό σύστημα που καταργεί τη χρωματική εκτροπή του φωτός εξαιτίας της οποίας τα άκρα των ειδώλων των αντικειμένων εμφανίζονται έγχρωμα («αχρωματικό πρίσμα», «αχρωματικός φακός»).