αἰέναος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
v. ἀέναος, IG 5(1).1119 (Geronthrae, iv BC).
Spanish (DGE)
v. ἀέναος.
Greek (Liddell-Scott)
αἰέναος: -ον, = ἀέναος, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Παντικαπαίου, Bul. Acud. Petropol. XIII, σ. 163.
English (Slater)
αἰένᾰος, ἀέναος,-ον
1 everflowing
a met., unending, continuous αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (Schroeder: ἀένναον codd.: ἀέναον Byz.) (O. 14.12) καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός (Schr.: ἀένν- codd.: ἀέν- Byz.) (P. 1.6) ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 4.
b ever prepared καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (Pauw: ἀενάοις codd.) (N. 11.8)
c frag. ]ἀέναος ωσο[ (Pae. 21.14)