αἰθερεμβατέω
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
English (LSJ)
to walk in ether, APl.4.328.
Spanish (DGE)
(αἰθερεμβᾰτέω) andar por el éter νοῦς AP 16.328.
French (Bailly abrégé)
αἰθερεμβατῶ :
voyager dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ, ἐμβατέω.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθερεμβᾰτέω: περιπατῶ ἐν τῷ αἰθέρι, Ἀνθ. Πλαν. 328.
Greek Monotonic
αἰθερεμβᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐμβαίνω) περπατώ στον αιθέρα, σε Ανθ.