αἰχμητήριος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
α, ον, warlike, Lyc.454.
Spanish (DGE)
-α, -ον guerrero, belicoso λύσσα Lyc.454.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμητήριος: -α, -ον, πολεμικός, φιλοπόλεμος, Λυκόφρ. 454.
Greek Monolingual
αἰχμητήριος, -ία, -ον (Α)
πολεμικός, φιλοπόλεμος.
German (Pape)
λύσσα, kriegerisch, Lycophr. 454.