αἱματοσφαγής

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

German (Pape)

πέλανος Aesch. Pers. 802, vom Blut der Gemordeten, andere lesen αἱματοσταγής.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτοσφᾰγής: кровавый (πέλανος Aesch. - v. l. αἱματοσταγής).

Greek (Liddell-Scott)

αἱματοσφαγής: -ές, διάφ. γρ. ἀντὶ αἱματοσταγής, τόσος γὰρ ἔσται πέλανος αἱματοσφαγής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτοσφᾰγής) -ές
de sangre procedente de un degüello πέλανος A.Pers.816.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματοσφαγής -ές αἷμα, σφάζω van het bloed van een slachting, van het bloed van geslachte mannen.