αἱματοσφαγής
From LSJ
German (Pape)
πέλανος Aesch. Pers. 802, vom Blut der Gemordeten, andere lesen αἱματοσταγής.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτοσφᾰγής: кровавый (πέλανος Aesch. - v. l. αἱματοσταγής).
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοσφαγής: -ές, διάφ. γρ. ἀντὶ αἱματοσταγής, τόσος γὰρ ἔσται πέλανος αἱματοσφαγής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτοσφᾰγής) -ές
de sangre procedente de un degüello πέλανος A.Pers.816.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματοσφαγής -ές αἷμα, σφάζω van het bloed van een slachting, van het bloed van geslachte mannen.