αἴθινος
From LSJ
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
English (LSJ)
η, ον, burning, Hsch.; = αἶθοψ, καπνός EM33.11.
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 negruzco, oscuro καπνός interpr. como el que es penetrante, irritante αἴ. καπνός Hsch., EM α 476.
2 combustible, que arde bien ξύλα EM α 476, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αἴθινος: -η, -ον, καίων ἢ καύσιμος, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ.
German (Pape)
brandig, EM.