αὐθέντρια
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ἡ, fem. of αὐθέντης, = κυρία, Keil-Premerstein Zweiter Bericht142.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
dueña, señora, TAM 5.795.17 (III d.C.), φύλαξ οὖσα (ἡ τριάς) ὑμετέρα καὶ αὐ. τῆς βασιλείας Leo Mag.Ep.44.2 (p.26.23).
Greek (Liddell-Scott)
αὐθέντρια: ἡ, δέσποινα, κυρία, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ αὐθέντης, Βυζ.
Greek Monolingual
η
βλ. αφέντης.