αὐτοχορήγητος
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
αὐτοχορήγητον, self-furnished, Pl.Ax.371d.
Spanish (DGE)
-ον
que es ofrecido espontáneamente aludiendo a las contribuciones de los coregos εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι festines ofrecidos espontáneamente Pl.Ax.371d.
German (Pape)
[Seite 404] von selbst, ohne Anderer Zuthun ausgerüstet, εἰλαπίναι Plat. Ax. 371 d.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοχορήγητος: устроенный в порядке добровольной хорегии (εἰλαπίναι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχορήγητος: -ον, ἄνευ ξένης χορηγίας, εἰλαπίναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D.
Greek Monolingual
αὐτοχορήγητος, -ον (Α)
(για δείπνο) χωρίς ξένη χορηγία.