οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
μακέλη, Hsch.; cf. μάσκη.
1 v. βασκᾶς.2 β.· μακέλη [βασκανία] Hsch.
η βασκαίνωη βασκανία.
See also: s. μακέλη