βάφτιση
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
η (AM βάπτισις)
το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
1. η χάρη του Αγίου Πνεύματος που δίνεται με το βάφτισμα
2. το νερό της κολυμπήθρας
3. το μύρο που χρησιμοποιείται για το Χρίσμα
4. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση, τα βαφτίσια
5. η εορτή των Θεοφανείων
6. η εικόνα της Βάφτισης του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βάπτισις < βαπτίζω, ο δε τ. βάφτιση < μσν. βάπτιση < βάπτισις.