βακτροφόρας
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
-ου, ὁ, the staff-bearer, epithet of Diogenes the Cynic, Cerc.1.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ portador de bastón epít. de Diógenes el Cínico, Cerc.1.2.
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, Stockträger, Beiname des Cynikers Diogenes, Cercid. bei D. L. 6. 76.
Greek (Liddell-Scott)
βακτροφόρας: -ου, ὁ, ὁ φέρων βακτηρίαν, ἐπίθ. Διογένους τοῦ κυνικοῦ, Κερκίδ. παρὰ Διογ. Λ. 6. 76.
Russian (Dvoretsky)
βακτροφόρας: ου ὁ посохоносец (эпитет Диогена Синопского) Diog. L.