βαλλίστρα
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ἡ, catapult, engine of war, Procop.Goth.1.22, al., Steph. in Hp.2.384 D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
catapulta ὡς μήτε τῇ καλουμένῃ βαλλίστρᾳ χρῆσθαι τοὺς φύλακας οἵους τε εἶναι Procop.Goth.1.22.21, ἵνα ὡς ἀπὸ βαλλίστρας τινὸς ... ἀκοντισθῇ τὸ σπέρμα Steph.in Hp.2.384.
Greek Monolingual
βαλλίστρα, η (AM)
πολεμική μηχανή για εκσφενδόνιση βλημάτων, ακοντίων, λίθων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω (πρβλ. λατ. ballistra «καταπέλτης»)].