βαλλίστρα

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλίστρα Medium diacritics: βαλλίστρα Low diacritics: βαλλίστρα Capitals: ΒΑΛΛΙΣΤΡΑ
Transliteration A: ballístra Transliteration B: ballistra Transliteration C: vallistra Beta Code: balli/stra

English (LSJ)

ἡ, catapult, engine of war, Procop.Goth.1.22, al., Steph. in Hp.2.384 D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
catapulta ὡς μήτε τῇ καλουμένῃ βαλλίστρᾳ χρῆσθαι τοὺς φύλακας οἵους τε εἶναι Procop.Goth.1.22.21, ἵνα ὡς ἀπὸ βαλλίστρας τινὸς ... ἀκοντισθῇ τὸ σπέρμα Steph.in Hp.2.384.

Greek Monolingual

βαλλίστρα, η (AM)
πολεμική μηχανή για εκσφενδόνιση βλημάτων, ακοντίων, λίθων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω (πρβλ. λατ. ballistra «καταπέλτης»)].