βαριούμαι
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
και βαριούμαι (Μ βαριοῦμαι και βαριῶμαι)
1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ
2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να...
3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι
4. δυσανασχετώ για κάτι
μσν.
αγανακτώ, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ. βαρούμαι («δυσανασχετώ»), μέσ. του βαρώ (βαρέω) (πρβλ. αρνιούμαι-αρνιέμαι, συλλογιούμαι-συλλογιέμαι, χτυπιούμαι-χτυπιέμαι κ.ά.)].