βαριούμαι
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
και βαριούμαι (Μ βαριοῦμαι και βαριῶμαι)
1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ
2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να...
3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι
4. δυσανασχετώ για κάτι
μσν.
αγανακτώ, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ. βαρούμαι («δυσανασχετώ»), μέσ. του βαρώ (βαρέω) (πρβλ. αρνιούμαι-αρνιέμαι, συλλογιούμαι-συλλογιέμαι, χτυπιούμαι-χτυπιέμαι κ.ά.)].