βασμός

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασμός Medium diacritics: βασμός Low diacritics: βασμός Capitals: ΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: basmós Transliteration B: basmos Transliteration C: vasmos Beta Code: basmo/s

English (LSJ)

v. βαθμός.

Spanish (DGE)

v. βαθμός.

German (Pape)

[Seite 438] ὁ, nach den Attieisten att. = βαθμός.

Greek Monolingual

(I)
ο, βάζω II]
1. ήχος που μοιάζει με τον βόμβο των μελισσών
2. βοή, θόρυβος
3. ο σφυγμός.
(II)
βασμός, ο (Μ) (AM)
ο βαθμός·
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαθμός (< βαίνω)].

Greek Monotonic

βασμός: εναλλακτικός τύπος του βαθμός.