βελουλκία
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ἡ, drawing out of darts, Eust.464.41(pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ extracción de puntas de flecha Eust.464.42.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, das Herausziehen eines Geschosses, Scholl.
Greek Monolingual
βελουλκία, η (Μ) βελουλκός
εξαγωγή, αφαίρεση βελών από τραύμα.