βηχία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ (or βηχίας, ὁ), (βήξ) hoarseness, Nicom.Harm.11, Exc. 4 (pl.), Menipp.Ep.
Spanish (DGE)
-ας, ὁ ronquera Nicom.Harm.11.1, Exc.4.
Greek (Liddell-Scott)
βηχία: ἡ, (ἢ βηχίας, ὁ), (βήξ) βραγχνότης, Νικόμ. Γερασ. σ. 20.