βιβλιοσοφία

Greek Monolingual

η
επίδειξη σοφίας που στηρίζεται σε επιφανειακή μάλλον μελέτη βιβλίων και όχι σε βαθύτερη γνώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + σοφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].