Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιγλίζω

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

βιγλίζω) βίγλα
1. είμαι σκοπός, φρουρώ
2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ
4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω
νεοελλ.
1. εποπτεύω, επιθεωρώ
2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια
3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω.