βιγλίζω Search Google

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

βιγλίζω) βίγλα
1. είμαι σκοπός, φρουρώ
2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ
4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω
νεοελλ.
1. εποπτεύω, επιθεωρώ
2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια
3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω.