βιτρίνα

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

η
1. προθήκη καταστήματος με τζάμι ή κρύσταλλο
2. έπιπλο, θήκη για ασημικά, διακοσμητικά μικροτεχνήματα κ.λπ. με γυάλινα ή κρυστάλλινα θυρόφυλλα
3. φρ. «έργα βιτρίνας» — έργα που γίνονται για επίδειξη και όχι για ουσιαστική ωφέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vitrine «προθήκη» < vitre «τζάμι»].