προθήκη
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ἡ,
A praepositio, Glossaria
II = nepeta, dub. in Glossaria.
German (Pape)
[Seite 724] ἡ, das Ausstellen; das Aushängeschild der Handwerker, mit dem sie ihr Handwerk bezeichnen, Io. Chrysost., wie Alciphr. 3, 66 auch das Verbum προτίθεμαι braucht. – Der aufgestellte Satz, = πρόθεσις.
Greek (Liddell-Scott)
προθήκη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ τιθέμενον ἐμπρὸς ἐν τοῖς ἐργαστηρίοις τῶν τεχνιτῶν καὶ ἐμπεριέχον δείγματα τῶν πωλουμένων ἔργων, καθάπερ αἱ προθῆκαι τῶν χρυσοχόων Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 61, 14. ΙΙ. τὸ προτάσσειν, πρόταξις, Οἰκουμέν.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προτίθημι
νεοελλ.
1. ειδική κατασκευή στην πρόσοψη εμπορικού καταστήματος ή μέσα στο κατάστημα στην οποία εκτίθενται τα εμπορεύματα ή δείγματα τών εμπορευμάτων που προορίζονται για πώληση, κν. βιτρίνα
2. ειδικό έπιπλο με γυάλινο σκέπασμα στο οποίο τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα για να εκτεθούν στη θέα τών επισκεπτών
αρχ.
1. σύμβολο ή έμβλημα το οποίο τοποθετούνταν έξω από το εργαστήριο ενός τεχνίτη
2. το να προτάσσεται κάτι
3. διαθήκη.