βλεπτικός
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
βλεπτική, βλεπτικόν, of or for sight, αἴσθησις App.Anth.3.158; sharpseeing, Hdn.Epim.101 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de la vista, αἴσθησις App.Anth.3.158
•contemplativo τὸ ἐν ἡμῖν β. πνεῦμα Hom.Clem.17.7.3.
German (Pape)
[Seite 448] zum Sehen gehörig, geschickt, αἴσθησις Ep. ad. 445 (App. 304).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la faculté de voir;
2 qui a la vue perçante.
Étymologie: βλεπτός.
Russian (Dvoretsky)
βλεπτικός: зрительный (αἴσθησις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ὅρασιν, αἴσθησις Ἀνθ. ΙΙ. παράρτ. 304· ὀξέως βλέπων, Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. σ. 101.
Greek Monotonic
βλεπτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στην όραση ή είναι κατάλληλος προς αυτήν, σε Ανθ.
Middle Liddell
of or for sight, Anth.