Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγελάρχης

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ἀγελάρχης, ο (AM)
1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης
2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἄρχω.
ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)].