βουβώνιον

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουβώνιον Medium diacritics: βουβώνιον Low diacritics: βουβώνιον Capitals: ΒΟΥΒΩΝΙΟΝ
Transliteration A: boubṓnion Transliteration B: boubōnion Transliteration C: vouvonion Beta Code: boubw/nion

English (LSJ)

τό, = ἀστὴρ Ἀττικός, Dsc.4.119.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot., un tipo de margarita, Aster amellus L., tb. llamada ἀστὴρ Ἀττικός usada como remedio para los bubones, Dsc.4.119, Plin.HN 27.36, Gal.11.834, cf. ἀστήρ III 3.

German (Pape)

[Seite 455] τό, Afterart, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βουβώνιον: τό, φυτὸν ὅπερ καὶ Ἀττικὸς ἀστὴρ λέγεται, ἐν χρήσει ὡς θεραπευτικὸν διὰ τὴν πάθησιν τῶν βουβώνων Διοσκ. 4. 120.

Greek Monolingual

βουβώνιον, το (Α) βουβών ονομασία φυτού που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία βουβωνικού οιδήματος.